περικροτέω
From LSJ
English (LSJ)
cause to rattle round, χερσὶ π. νῶτα βοείης Nonn. D. 14.351.
German (Pape)
[Seite 581] rings umher rasseln, beklatschen, D. Hal. 7, 46.
Greek (Liddell-Scott)
περικροτέω: κροτῶ πέριξ, ὁλόγυρα, Διον. Ἁλ. ΙΙΙ, 1414, 12.