περικτίται
From LSJ
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
English (LSJ)
[τῐ], ῶν, οἱ, = περικτίονες (dwellers around, neighbours, neighbors), Od.11.288.
German (Pape)
[Seite 581] οἱ, = Vorigem, Od. 11, 288.
French (Bailly abrégé)
ῶν (οἱ) :
c. περικτίονες.
Étymologie: περί, *κτίω.
Greek (Liddell-Scott)
περικτίται: [ῐ], -ῶν, οἱ, = τῷ προηγ., Ὀδ. Λ. 288. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρήσεις σ. 432.
English (Autenrieth)
=περικτίονες, Od. 11.288.
Greek Monolingual
οἱ, Α
(επικ. τ.) περικτίονες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -κτίται (< κτίζω). Ο τ. εμφανίζει επίθημα -tā και συνδέεται με το αρχ. ινδ. pari-ksit- «αυτός που κατοικεί τριγύρω» (βλ. λ. κτίζω)].
Greek Monotonic
περικτίται: [τῐ], -ῶν, οἱ, = το επόμ., σε Ομήρ. Οδ.