περικυλινδώ

From LSJ

ὁ λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν δρόμον τρέχει → save one's bacon, save one's neck, save one's skin

Source

Greek Monolingual

-έω, Α κυλίω κάτι ολόγυρα, περιστρέφω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + κυλινδῶ «κυλώ»].