περιξύστης
From LSJ
Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier
English (LSJ)
περιξύστου, ὁ, = περιξυστήρ (surgical instrument for scraping or smoothing bones), Hermes 38.283.
Greek Monolingual
ὁ, Α περιξύω
ο περιξυστήρ.