περισσομυθεί
From LSJ
Οὐ λύσῃς, ὦ ξένε, τόν ἐν τῆ οἰκία φίλον; (Ου λύσης, ω ξένε, τον εν τη οικία φίλον) → Won't you release the friend?
English (LSJ)
Adv. fr. περισσόμυθος.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. με περιττολογίες, με πολλά λόγια, με φλυαρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περισσόμυθος + επιρρμ. κατάλ. -εί (πρβλ. ατιμωρητεί)].