περιτίω
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
English (LSJ)
honour very highly, περὶ μέν σε τίον Il.8.161:—Pass., A.R. 3.74. [ῐ Il., ῑ A.R.]
German (Pape)
[Seite 596] sehr ehren, Ap. Rh. 3, 74.
Greek (Liddell-Scott)
περιτίω: τιμῶ μεγάλως, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 74.
Greek Monolingual
Α
εκτιμώ πάρα πολύ κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + τίω «πληρώνω»].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-τίω grotelijks eren. Il. 8.161 (in tmesis).