περιωπής

From LSJ

φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid

Source

German (Pape)

[Seite 602] ές, weitumher sichtbar, Orph. Arg. 14, zweifelhaft.

Greek Monolingual

-ές, Α περιωπή
αυτός που φαίνεται από παντού, περίοπτος.