πεφοβήατο

From LSJ

γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at

Source

French (Bailly abrégé)

3ᵉ pl. pqp. épq. de φοβέω.

Greek Monotonic

πεφοβήατο: Επικ. γʹ πληθ. Παθ. υπερσ. του φοβέω.

Russian (Dvoretsky)

πεφοβήατο: эп. 3 л. pl. ppf. к φοβέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πεφοβήατο ep. indic. plqperf. med.-pass. 3 plur. van φοβέω.