πηδαλιώδης
From LSJ
Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann
English (LSJ)
πηδαλιῶδες, rudder-shaped, Arist.PA683a36.
German (Pape)
[Seite 609] ες, von der Art, Gestalt des Steuerruders (?).
Russian (Dvoretsky)
πηδᾰλιώδης: кормилообразный, похожий на кормовое весло: τὰ πηδαλιώδη τῶν ἀκρίδων Arst. лапки саранчи, подобные кормовому веслу.
Greek (Liddell-Scott)
πηδᾰλιώδης: -ες, (εἶδος) ὁ ἔχων σχῆμα πηδαλίου, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 6, 16.
Greek Monolingual
-ες, ΝΑ πηδάλιον
όμοιος με πηδάλιο, αυτός που χρησιμοποιείται ως πηδάλιο (α. «πηδαλιώδη φτερά» — τα φτερά της ουράς του πουλιού που χρησιμοποιούνται ως πηδάλιο κατά την πτήση
β. «ὄπισθεν μόνον ἔχουσι τὰ πηδαλιώδη αἱ ἀκρίδες», Αριστοτ.).