πηδαλιώδης

From LSJ

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πηδαλιώδης Medium diacritics: πηδαλιώδης Low diacritics: πηδαλιώδης Capitals: ΠΗΔΑΛΙΩΔΗΣ
Transliteration A: pēdaliṓdēs Transliteration B: pēdaliōdēs Transliteration C: pidaliodis Beta Code: phdaliw/dhs

English (LSJ)

πηδαλιῶδες, rudder-shaped, Arist.PA683a36.

German (Pape)

[Seite 609] ες, von der Art, Gestalt des Steuerruders (?).

Russian (Dvoretsky)

πηδᾰλιώδης: кормилообразный, похожий на кормовое весло: τὰ πηδαλιώδη τῶν ἀκρίδων Arst. лапки саранчи, подобные кормовому веслу.

Greek (Liddell-Scott)

πηδᾰλιώδης: -ες, (εἶδος) ὁ ἔχων σχῆμα πηδαλίου, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 6, 16.

Greek Monolingual

-ες, ΝΑ πηδάλιον
όμοιος με πηδάλιο, αυτός που χρησιμοποιείται ως πηδάλιο (α. «πηδαλιώδη φτερά» — τα φτερά της ουράς του πουλιού που χρησιμοποιούνται ως πηδάλιο κατά την πτήση
β. «ὄπισθεν μόνον ἔχουσι τὰ πηδαλιώδη αἱ ἀκρίδες», Αριστοτ.).