πηλακισμός
From LSJ
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
English (LSJ)
ὁ, etym. of προπηλακισμός, Suid.
German (Pape)
[Seite 610] ὁ, = dem gebräuchlichern προπηλακισμός, E. M. 669, 49.
Greek Monolingual
ὁ, Α πηλακίζω
ο προπηλακισμός, η ρίψη λάσπης εναντίον κάποιου.