πηλακισμός

From LSJ

οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πηλᾰκισμός Medium diacritics: πηλακισμός Low diacritics: πηλακισμός Capitals: ΠΗΛΑΚΙΣΜΟΣ
Transliteration A: pēlakismós Transliteration B: pēlakismos Transliteration C: pilakismos Beta Code: phlakismo/s

English (LSJ)

ὁ, etym. of προπηλακισμός, Suid.

German (Pape)

[Seite 610] ὁ, = dem gebräuchlichern προπηλακισμός, E. M. 669, 49.

Greek Monolingual

ὁ, Α πηλακίζω
ο προπηλακισμός, η ρίψη λάσπης εναντίον κάποιου.