πινακωτή

From LSJ

βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόνonce limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. σανίδα με χωρίσματα ὁπου τοποθετείται το ψωμί για να μεταφερθεί στον φούρνο
2. ονομασία παιδικού παιχνιδιού με επανάληψη της φράσης πινακωτή πινακωτή, απ' τ' άλλο μου τ' αφτί γιατί 'ναι ημάννα μου κουφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. ενός αμάρτυρου επιθ. πινακωτός< πινάκι(ον) + κατάλ. -ωτός].