πινελιά

From LSJ

Μισῶ πένητα πλουσίῳ δωρούμενον → Res pauper est odiosa, donans diviti → Ich hasse einen Armen, der demReichen gibt

Menander, Monostichoi, 360

Greek Monolingual

η, Ν
1. ίχνος χρώματος που αφήνει το πινέλο σε μια επιφάνεια
2. η ποσότητα του χρώματος που μπορεί να πάρει κανείς με το πινέλο
3. ο τρόπος με τον οποίο ένας ζωγράφος χειρίζεται το πινέλο του, η δεξιοτεχνία του ζωγράφου
4. μτφ. ανταύγεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πινέλο + κατάλ. -ιά].