πιρουέτα

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source

Greek Monolingual

η, Ν
(χορογρ.) πλήρης επί τόπου περιστροφή του χορευτή ή της χορεύτριας κατά την οποία το σώμα στηρίζεται στο ένα πόδι-άξονα ενώ τα χέρια, το κεφάλι και το άλλο πόδι δίνουν την φορά της κίνησης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. pirouette].