πιττακιάρχης
From LSJ
τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion
English (LSJ)
πιττακιάρχου, ὁ, president of a πιττάκιον ΙΙ, BGU634.2 (ii A. D.), etc.
Greek Monolingual
ὁ, Α
προϊστάμενος του πιττακίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πιττάκιον + -άρχης (< ἄρχω), πρβλ. στρατάρχης].