πλαγιοβάτης

From LSJ

Ζήλου τὸν ἐσθλὸν ἄνδρα καὶ τὸν σώφρονα → Probi viri esto temperantisque aemulus → Dem Edlen eifre nach und dem Besonnenen

Menander, Monostichoi, 192
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλᾰγιοβᾰ́της Medium diacritics: πλαγιοβάτης Low diacritics: πλαγιοβάτης Capitals: ΠΛΑΓΙΟΒΑΤΗΣ
Transliteration A: plagiobátēs Transliteration B: plagiobatēs Transliteration C: plagiovatis Beta Code: plagioba/ths

English (LSJ)

[βᾰ], ου, ὁ, walking obliquely, dub. cj. for πλαγιοβαθεῖς, Vett.Val.110.14.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που βαδίζει πλαγίως, πλαγιοβάμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλάγιος + -βάτης (< βαίνω), πρβλ. ακρο-βάτης, καλο-βάτης.