πλαγιοκόπτης

From LSJ

ἡ δὲ φύσις φεύγει τὸ ἄπειρον· τὸ μὲν γὰρ ἄπειρον ἀτελές, ἡ δὲ φύσις ἀεὶ ζητεῖ τέλοςnature, however, avoids what is infinite, because the infinite lacks completion and finality, whereas this is what Nature always seeks

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
(ηλεκτρολ.) ηλεκτρολογικό εργαλείο, χρησιμοποιούμενο στην κοπή τών συρμάτων κατά τις καλωδιώσεις, ιδίως μέσα σε περιορισμένο χώρο, ὁπως λ.χ. σε κουτιά διακλαδώσεων και διακοπτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλάγιος + κόπτης].