πλαγιοφύλαξη
From LSJ
ὅσα ἦν νενοσσευμένα ὀρνίθων γένεα → as many species of birds as had their nests, all the other kinds of birds which had been hatched
Greek Monolingual
η, Ν
στρ. α) η φύλαξη, κατά τη διάρκεια μάχης, τών πλευρών της μαχόμενης δύναμης, η οποία επιτυγχάνεται κυρίως με τη χρήση πυρός
β) (στην οχυρωτική) η κατάλληλη χάραξη τών έργων, λ.χ. χαρακωμάτων, έτσι ώστε τα πυρά τών αμυνομένων να ελέγχουν τους πλάγιους χώρους του οχυρού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλάγιος + φύλαξη].