πλαζ

From LSJ

αἱ μέν ἀποφάσεις ἐπί τῶν θείων ἀληθεῖς, αἱ δέ καταφάσεις ἀνάρμοστοι τῇ κρυφιότητι τῶν ἀποῤῥήτων → as concerns the things of the gods, negative pronouncements are true, but positive ones are inadequate to their hidden character

Source

Greek Monolingual

και πλάζα, η, Ν
άκλ.
1. ομαλή ακτή, παραλία
2. αμμώδης παραλία αξιοποιημένη από τουριστική άποψη, που χρησιμοποιείται για αναψυχή και θαλάσσια λουτρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. plage «παραλία» (< ιταλ. piaggia < υστερολατ. plagia < πλάγιος)].