πλαταμώδης
From LSJ
Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib
English (LSJ)
πλαταμῶδες, of flat shape, broad and even, Arist.HA548a26; τὰ π. Placit.3.15.9, cf. Str.8.3.23.
German (Pape)
[Seite 626] ες, von plattem, flachem Ansehen, eben u. breit, ἐν τοῖς λείοις καὶ πλαταμώδεσι Arist. H. A. 5, 16, u. bei Ath. III, 89 f.
Russian (Dvoretsky)
πλᾰτᾰμώδης: плоский, равнинный: τὰ πλαταμώδη Arst. равнины или взморье.
Greek (Liddell-Scott)
πλᾰτᾰμώδης: -ες, (εἶδος) ὁ ἔχων σχῆμα πλατύ, εὐρὺ καὶ ἐπίπεδον, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 16, 1, Στράβ. 348· πρβλ. πλατανώδης.
Greek Monolingual
-ῶδες, Α πλαταμών
αυτός που έχει πλατιά και επίπεδη όψη, ο πλατύς και επίπεδος.