πλατυόφθαλμος
From LSJ
μέτρον γὰρ τοῦ βίου τὸ καλόν, οὐ τὸ τοῦ χρόνου μῆκος → for life's measure is its beauty not its length (Plutarch, Consolatio ad Apollonium 111.D.4)
English (LSJ)
πλατυόφθαλμον, widening the eyes, v.l. in Hp.Art.67, cf. Erot.: τὸ π., = στίβι, Dsc.5.84.
German (Pape)
[Seite 627] 1) breit-, weitäugig. – 2) akt., die Augen erweiternd, Sp.; τὸ πλατ., ein Kraut, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
πλᾰτῠόφθαλμος: -ον, ὁ τοὺς ὀφθαλμοὺς πλατύνων, εὐρύνων, τὸ πλατυόφθαλμον = στίμμι Διοσκ. 5. 99. ― Ἴδε Κόντου Φιλολογ. Σύμμικτα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Ι΄, σ. 498.
Greek Monolingual
-η, -ο / πλατυόφθαλμος, -ον, ΝΑ
αυτός που έχει πλατιούς οφθαλμούς
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ πλατυόφθαλμον
είδος φυτού, το στίβι ή στίμμι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ- + ὀφθαλμός.