πλεμάτι

From LSJ

Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge

Source

Greek Monolingual

το, Ν
καθετί που έχει πλεχθεί, πλέγμα, δίχτυ («στο κρεμαστό μεσόκλωνο, πλεμάτι της αράχνης», Γρυπ.)
2. (ειδικά) α) αλιευτικό δίχτυ
β) δικτυωτός σάκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. πλεγμάτιον, υποκορ. του πλέγμα, με σίγηση του -γ- (πρβλ. πλεύμων: πλεμόνι)].