πλεόνασις
From LSJ
Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt
English (LSJ)
-εως, ἡ, superabundance, excess, Cass.Pr.66.
German (Pape)
[Seite 630] ἡ, Überfüllung, πόρων, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
πλεόνᾰσις: ἡ, ὑπερβολή, πλησμονή, πλεονασμός, Κασσίου Προβλ. 66.