πληγενής

From LSJ

οὐαὶ δὲ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί → woe unto you scribes and Pharisees hypocrites

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πληγενής Medium diacritics: πληγενής Low diacritics: πληγενής Capitals: ΠΛΗΓΕΝΗΣ
Transliteration A: plēgenḗs Transliteration B: plēgenēs Transliteration C: pligenis Beta Code: plhgenh/s

English (LSJ)

ὁ, ἡ, (πέλας, γίγνομαι) half-brother, half-sister, Hsch.

German (Pape)

[Seite 631] ὁ und ἡ, Halbbruder, Halbschwester, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

πληγενής: ὁ, ἡ, (πέλας, *γένω) ἑτεροθαλὴς ἀδελφός, ἀδελφή, «πληγενεῖς· οἱ μὴ ἐκ τοῦ αὐτοῦ ὄντες πατρὸς ἢ μητρὸς ἀδελφοὶ» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ές, Α
ετεροθαλής αδελφός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. είναι σύνθ. από πλήν (< πέλας «κοντά») + -γενής (< γένος < γίγνομαι) και θα έπρεπε πιθ. να γραφτεί πληγγενής].