πλώς

From LSJ

θανάτου τῆς ζημίας ἐπικειμένης → the penalty is death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλώς Medium diacritics: πλώς Low diacritics: πλως Capitals: ΠΛΩΣ
Transliteration A: plṓs Transliteration B: plōs Transliteration C: plos Beta Code: plw/s

English (LSJ)

ὁ, gen. πλωτός, (πλώω) swimmer, name of a fish, = κεστρεύς, Epich.44, Xenocr. ap. Orib.2.58.29.

German (Pape)

[Seite 639] ωτός, ὁ, eigtl. der Schwimmer, so heißt ein Fisch, sonst κεστρεύς, Opp. Hal. 2, 196. 3, 63 u. Ath. VII, 307 c.

Greek (Liddell-Scott)

πλώς: ὁ, γεν. πλωτός, (πλώω) ὁ πλέων, ὁ κολυμβῶν, ὄνομα ἰχθύος, ὅστις ἀλλαχοῦ καλεῖται κεστρεύς, Ἐπίχαρμ. παρ’ Ἀθην. 288Β, 307Β, κτλ.

Greek Monolingual

-ωτός, ὁ Α πλώω
1. αυτός που πλέει
2. ονομασία ψαριού.