πνίγμα
From LSJ
Θάλασσα καὶ πῦρ καὶ γυνὴ τρίτον κακόν → Tria magna mala sunt: aequor, ignis, femina → Das dritte Übel ist nach Meer und Brand die Frau
-ίγματος, τὸ, Α πνίγω
το αίσθημα του πνιγμού, της ασφυξίας («βήξ... μετ' ἄσθματος καὶ πνίγματος πολλοῦ», Ιπποκρ.).