πνευματοδώτης
From LSJ
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
English (LSJ)
πνευματοδώτου, ὁ, giver of spirit, PMag.Par.1.1371.
Spanish
Greek Monolingual
ὁ Α
αυτός που προσφέρει πνεύμα, ζωή, ο ζωοδότης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πνεῦμα, -ατος + -δωτης (< δώτης < δίδωμι), πρβλ. ξενοδώτης.
Léxico de magia
ὁ que da el espíritu en plu. de seres indefinidos ἐπικαλοῦμαι ὑμᾶς, ... οὐρανοφοίτους, πνευματοδώτας os invoco a vosotros, que frecuentáis el cielo, que dáis el espíritu P IV 1371