πνευματοκρατία

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source

Greek Monolingual

η, Ν
(φιλοσ.) ακραία ιδεαλιστική μεταφυσική αντίληψη, σύμφωνα με την οποία η βαθύτερη ουσία τών ὁντων είναι πνευματική, ψυχική, και η ύλη θεωρείται ως προϊόν, ως φαινόμενο του πνεύματος ή ως αισθητή υποστασίωσή του.