πνευματοκύστη

From LSJ

ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess

Source

Greek Monolingual

η, Ν
βιολ. κοίλος σάκος που μοιάζει με κύστη, είναι γεμάτος με αέριο και επιπλέει στα φωτοσυνθετικά τμήματα του θαλλού τών φαιοφυκών, πάνω ή κοντά στην επιφάνεια του νερού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pneumatocyst + (< πνεύμα, -ατος + κύστη)].