πνευματομάχος
Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)
German (Pape)
[Seite 640] mit dem heiligen Geiste kämpfend, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
πνευμᾰτομάχος: -ον, ὁ μαχόμενος πρὸς τὸ ἅγιον Πνεῦμα, Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 377, κτλ ― -μαχέω, μάχομαι κατὰ τοῦ ἁγίου Πνεύματος, Βασίλ. τ. 2, σ. 13Α, Γρηγ. Νύσσ. τ. 1, σ. 737Β, κτλ.
Greek Monolingual
-ον, ΝΜΑ
1. αυτός που μάχεται εναντίον του Αγίου Πνεύματος
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι Πνευματομάχοι εκκλ.
μετριοπαθείς οπαδοί της αίρεσης του Αρειανισμού, με επικεφαλής τον εκθρονισμένο αρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως Μακεδόνιο, οι οποίοι αρνούνταν τη φυσική θεότητα και την ομοουσιότητα του Αγίου Πνεύματος προς τον Πατέρα και Υιό και οι οποίοι καταδικάσθηκαν από την Β' Οικουμενική Σύνοδο το 381 μ.Χ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πνεύμα, -ατος + -μάχος (< μάχομαι)].