ποδηλάτης

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source

Greek Monolingual

ο, θηλ. ποδηλάτισσα και ποδηλάτις, Ν
οδηγός ποδηλάτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποδήλατο. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις].