ποδοτρόχαλος
From LSJ
English (LSJ)
ὁ, one who turns a wheel with his foot, potter, Hsch.
German (Pape)
[Seite 643] ὁ, der Töpfer, der die Scheibe mit dem Fuße umlaufen macht, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ποδοτρόχᾰλος: ὁ, «ὁ τῷ ποδὶ τὸν κεραμικὸν τροχὸν κινῶν» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «ὁ τῷ ποδὶ τὸν κεραμεικὸν τροχὸν κινῶν».
[ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + τροχαλός (< τρέχω), πρβλ. περιτρόχαλος].