ποθινός
From LSJ
English (LSJ)
ποθινή, ποθινόν, poet. for ποθεινός, AP7.403 (Marc.Arg.), 467 (Antip.).
German (Pape)
[Seite 645] poet. = ποθεινός, M. Argent. 32 (VII, 403); vgl. Jac. A. P. p. 315.
Russian (Dvoretsky)
ποθῐνός: Anth. = ποθεινός.
Greek (Liddell-Scott)
ποθῐνός: -ή, -όν, ποιητ. ἀντὶ τοῦ ποθεινός, Ἀνθ. Π. 7. 403, 467.
Greek Monolingual
-ή, -ό / ποθινός, -ή, -όν, ΝΑ
βλ. ποθεινός.
Greek Monotonic
ποθῐνός: -ή, -όν, ποιητ. αντί ποθεινός, σε Ανθ.
Middle Liddell
ποθῐνός, ή, όν [poetic for ποθεινός, Anth.]