ποιησείω
From LSJ
ὥσπερ σελήνη γ' ἡλίῳ· τὴν μὲν χρόαν ἰδεῖν ὁμοιόν ἔστι θάλπει δ' οὐδαμῶς → like the moon to the sun: its color is similar to the eye, but it does not give off any heat
English (LSJ)
Desiderat. of ποιέω, desire to do, Hdn.Epim.249.
Greek Monolingual
Α
(εφετ. τ. του ποιῶ) επιθυμώ, θέλω να κάνω κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποιῶ + εφετική κατάλ. -σείω (πρβλ. πολεμησείω)].