ποικιλωδία

From LSJ

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129

Greek Monolingual

η, Ν
μουσική παραλλαγή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + ωδή κατά το μελωδία. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Εφημερίς].