πολλαπλότητα

From LSJ

Μὴ σπεῦδε πλουτεῖν, μὴ ταχὺς πένης γένῃ → Ditescere properans, inops fies cito → Vermeide schnellen Reichtum, sonst verarmst du schnell

Menander, Monostichoi, 358

Greek Monolingual

η, Ν
1. το να είναι κάτι πολλαπλό
2. μαθημ. τοπολογικός χώρος εφοδιασμένος με μια οικογένεια συστημάτων τοπικών συντεταγμένων που σχετίζονται μεταξύ τους με μετασχηματισμούς συντεταγμένων οι οποίες ανήκουν σε μια ορισμένη κλάση
3. φυσ. η υποδιαίρεση τών ενεργειακών σταθμών ενός μορίου ατόμου ή ατομικού πυρήνα με βάση τις διαφορετικές τιμές του συνολικού σπιν τών συστατικών του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολλαπλός. Η λ., στον λόγιο τ. πολλαπλότης, μαρτυρείται από το 188β στον Μαργ. Ευαγγελίδη].