πολλαπλότητα

From LSJ

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. το να είναι κάτι πολλαπλό
2. μαθημ. τοπολογικός χώρος εφοδιασμένος με μια οικογένεια συστημάτων τοπικών συντεταγμένων που σχετίζονται μεταξύ τους με μετασχηματισμούς συντεταγμένων οι οποίες ανήκουν σε μια ορισμένη κλάση
3. φυσ. η υποδιαίρεση τών ενεργειακών σταθμών ενός μορίου ατόμου ή ατομικού πυρήνα με βάση τις διαφορετικές τιμές του συνολικού σπιν τών συστατικών του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολλαπλός. Η λ., στον λόγιο τ. πολλαπλότης, μαρτυρείται από το 188β στον Μαργ. Ευαγγελίδη].