πολυΐψιος

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυΐψιος Medium diacritics: πολυΐψιος Low diacritics: πολυΐψιος Capitals: ΠΟΛΥΪΨΙΟΣ
Transliteration A: polyḯpsios Transliteration B: poluipsios Transliteration C: polyipsios Beta Code: polui/+yios

English (LSJ)

πολυΐψιον, v. πολυδίψιος (fr. ἴπτω, much-destroyed).

German (Pape)

[Seite 663] s. πολυδίψιος.

Greek (Liddell-Scott)

πολυΐψιος: -ον, ἴδε ἐν λ. πολυδίψιος.

Greek Monolingual

-ον, Α
πολύ κατεστραμμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -ιψιος (πιθ. < θ. ιψ- του ἴψαο, ένσιγμου αορ. του ἴπτομαι «πιέζω ισχυρά, ζημιώνω»)].