πολυΐψιος
From LSJ
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
English (LSJ)
πολυΐψιον, v. πολυδίψιος (fr. ἴπτω, much-destroyed).
German (Pape)
[Seite 663] s. πολυδίψιος.
Greek (Liddell-Scott)
πολυΐψιος: -ον, ἴδε ἐν λ. πολυδίψιος.
Greek Monolingual
-ον, Α
πολύ κατεστραμμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -ιψιος (πιθ. < θ. ιψ- του ἴψαο, ένσιγμου αορ. του ἴπτομαι «πιέζω ισχυρά, ζημιώνω»)].