πολυηγερής
From LSJ
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
rassemblé en foule.
Étymologie: πολύς, ἀγείρω.
English (Autenrieth)
ές (ἀγείρω): numerously assembled, reading of Aristarchus in Il. 11.564†.
Russian (Dvoretsky)
πολυηγερής: собравшийся в большом количестве, многочисленный (ἐπίκουροι Hom. - v. l. τηλεκλειτός).