многочисленный
From LSJ
Russian > Greek
μέγας, πολύοχλος, πολυάνθρωπος, ὁσοσδή, ὁσαδή, ὁσονδή, πολύανδρος, πλειστήρης, πολυάριθμος, συχνός, ἐπήτριμος, πολυηγερής, θαμειός, πολυσπερής, μυρίος
μέγας, πολύοχλος, πολυάνθρωπος, ὁσοσδή, ὁσαδή, ὁσονδή, πολύανδρος, πλειστήρης, πολυάριθμος, συχνός, ἐπήτριμος, πολυηγερής, θαμειός, πολυσπερής, μυρίος