πολυμήτωρ
From LSJ
English (LSJ)
-ορος, ἡ, mother of many, Opp.H.1.88.
German (Pape)
[Seite 666] ορος, ἡ, Mutter Vieler, Opp. Hal. 1, 88.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠμήτωρ: -ορος, ἡ, μήτηρ πολλῶν, Ὀππ. Ἁλ. 1. 88.
Greek Monolingual
-όρος, ἡ, Α
η μητέρα πολλών («γαίης πολυμήτορος», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -μήτωρ (< μήτηρ), πρβλ. κοινομήτωρ, φιλομήτωρ].