πολύκομψος
From LSJ
Θυμῷ χαρίζου μηδέν, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Si mens est tibi, ne cedas iracundiae → Dem Zorn sei nicht zu Willen, bist du bei Verstand
English (LSJ)
πολύκομψον, very elegant, EM729.29, Suid.s.v. στωμύλος.
German (Pape)
[Seite 664] sehr geschwätzig; Schol. Ar. Pax 994; Suid. v. στωμύλος.
Greek (Liddell-Scott)
πολύκομψος: -ον, ὁ πολὺ κομψός, Ἐτυμολ. Μέγ. 729, 29, καὶ Σουΐδ. ἐν λ. στωμύλος.
Greek Monolingual
-ον, Α
πάρα πολύ κομψός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + κομψός (πρβλ. άκομψος, μικρόκομψος)].