πολύλοφος

From LSJ

θνῄσκει δὲ πίστις, βλαστάνει δ' ἀπιστίαloyalty dies and disloyalty is born

Source

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
(για τόπο) αυτός που έχει πολλούς λόφους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + λόφος (πρβλ. επτάλοφος). Η λ. μαρτυρείται από το 1808 στον Κυριακό Καπετανάκη].