ἀνάγκῃ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity
-ον Μαυτός που πουλιέται πολύ ακριβά.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + πρατός (< θ. πρα- του πέρνημι «πουλώ», πρβλ. πιπράσκω), πρβλ. άπρατος].