πολύπρατος

From LSJ

ἀνάγκῃ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity

Source

Greek Monolingual

-ον Μ
αυτός που πουλιέται πολύ ακριβά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + πρατός (< θ. πρα- του πέρνημι «πουλώ», πρβλ. πιπράσκω), πρβλ. άπρατος].