πομπωδώς

From LSJ

ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν ὑδρορρόαι δύο ῥέουσιν μέλανος → two streams of black run from the eyes

Source

Greek Monolingual

πομπώδης, πομπώδες, Ν πομπή
1. αυτός που εμφανίζεται σαν να γίνεται σε πομπή, επιδεικτικός, στομφώδης
2. γεμάτος μεγαλείο, μεγαλοπρεπής, πανηγυρικός.
επίρρ...
πομπωδώς
με πομπώδη τρόπο.