πορφυρόεις
From LSJ
Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier
English (LSJ)
πορφυρόεσσα, πορφυρόεν, purple, καρπός, χρυσός, Nic.Al.623 (v.l. πορφυρέοντα), v.l. for πορφυρέοντι in Opp.C. 2.597.
German (Pape)
[Seite 686] εσσα, εν, purpurfarbig, Nic. Al. 544.
Greek (Liddell-Scott)
πορφῠρόεις: εσσα, εν, πορφυροῦς, Νικ. Ἀλεξιφ. 544.
Greek Monolingual
-εσσα, -εν, Α
πορφυρός, με χρώμα πορφύρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + -όεις].