ποτίστατος
From LSJ
English (LSJ)
v. πότης.
German (Pape)
[Seite 690] kom. superl. von πότης, w. m. s.
Russian (Dvoretsky)
ποτίστατος: superl. к πότης.
Greek (Liddell-Scott)
ποτίστᾰτος: κωμ. ὑπερθ. τοῦ πότης, ὃ ἴδε.
Greek Monolingual
-άτη, -ον, Α
(υπερθ.) αυτός που αγαπά πάρα πολύ το κρασί ή τα άλλα οινοπνευματώδη ποτά, ο πολύ μεγάλος πότης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πότης + κατάλ. -ίστατος ανώμαλων υπερθ. (πρβλ. βλακίστατος)].