πρακτόρευση
From LSJ
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
Greek Monolingual
η, Ν πρακτορεύω
1. άσκηση πρακτορείας
2. ναυτ. εξυπηρέτηση της διακίνησης ενός πλοίου ή φορτίου, εντολή που δίνεται από τον πλοιοκτήτη στον πράκτορα και η οποία περιλαμβάνει πράξεις που δεν αναγράφονται πουθενά και οι οποίες εξαρτώνται αποκλειστικά από αυτή την εντολή και από τις συμφωνίες μεταξύ πράκτορα και εφοπλιστή ή πλοιοκτήτη
3. (οικον.) τεχνική χρηματοπιστωτικής διαχείρισης του εξαγωγικού εμπορίου, που συνίσταται στη μεταβίβαση από τον δικαιούχο εμπορικών απαιτήσεων σε ιδιότυπο μεσίτη, τον πράκτορα
4. αντιπροσώπευση τών συμφερόντων μιας επιχείρησης από πρακτορείο ή πράκτορα.