προάστιος
οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
English (LSJ)
α, ον, suburban, γῆ S.Fr.721. (The spelling -αστειο- is found in some late Papyri, Sammelb.4651.3 (iii A.D.), etc., and is freq. in codd., but is proved wrong by the metre in Pi., S., E., APll.cc., cf. St.Byz. s.v. ἄστυ, also by IG, SIG Il.cc.)
German (Pape)
[Seite 709] seltenere Form für προάστειος; auch das fem. προαστία wird aus Soph. frg. 647 citirt.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προάστιος -ον en προάστειος -ον [πρό, ἄστυ] voor de stad liggend; subst. τὸ προάστιον voorstad.
Russian (Dvoretsky)
προάστιος: загородный (γῆ Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
προάστιος: -α, -ον, ὁ πρὸ τοῦ ἄστεως κείμενος, προαστία γῆ Σοφ. Ἀποσπ. 647.
Greek Monolingual
-ία, -ον και προάστειος, -ον, Α
αυτός που βρίσκεται πριν από την πόλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἄστιος (< ἄστυ «πόλη»)].