προαπορρίπτω
From LSJ
English (LSJ)
throw away before, τὰ ὅπλα D.C.56.14.
Greek (Liddell-Scott)
προαπορρίπτω: ἀπορρίπτω πρότερον, τὰ ὅπλα Δίων Κ. 56. 14.
Greek Monolingual
Α ἀπορρίπτω
ρίχνω κάτι κατά μέρος προηγουμένως («προαπορρίψαντες τὰ ὅπλα, ὥστε κουφίζειν», Δίων Κάσα).