προγραμματίζω

Greek Monolingual

Ν
1. καταρτίζω σχέδιο, πρόγραμμα ενέργειας ή δράσης («πρέπει να προγραμματίσεις το διάβασμά σου για τις εξετάσεις»)
2. σχεδιάζω λεπτομερειακά μελλοντικές ενέργειες («θα προγραμματίσω από τώρα τις καλοκαιρινές διακοπές»)
3. τεχνολ. συντάσσω πρόγραμμα ηλεκτρονικού υπολογιστή
4. (η μτχ. παθ. παρακμ.) προγραμματισμένος, -η, -ο
προσχεδιασμένος («προγραμματισμένη στάση εργασίας»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόγραμμα, -ατος. Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στην Καλλιόπη Κεχαγιά].