προεκδιδάσκω
From LSJ
English (LSJ)
teach thoroughly before, Id.AJ17.6.1 (prob. l. for προσεκδιδάσκω), Them.Or.32.358b, Iamb.VP12.58 codd. (leg. προσεκδιδάσκω).
German (Pape)
[Seite 718] (s. διδάσκω), vorher gründlich lehren, Iambl. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
προεκδῐδάσκω: ἐκδιδάσκω πρότερον, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 17. 6, 1, Θεμίστ. 358Β, κτλ.
Greek Monolingual
Α
διδάσκω λεπτομερώς κάτι προηγουμένως («πρᾶγμα οἰκεῖον προεκδιδάσκειν χρησίμως», Ιάμβλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἐκδιδάσκω «διδάσκω λεπτομερώς»].